-
1 σπλάγχνον
A ), inward parts, esp. the heart, lungs, liver, kidneys, which in sacrifices were reserved to be eaten by the sacrificers at the beginning of their feast (distd. from ἔντερα, κοιλίη, A.Ag. 1221, Hdt.2.40, cf. Arist. PA 667b3); σπλάγχνα πάσαντο ll.1.464, Od.3.9; δῶκε δ' ἄρα σπλάγχνων μοίρας ib.40; , cf. Ar. Pax 1105 (hex.): hence, sacrificial feast, Id.Eq. 410, V. 654, SIG1002.4 (Milet., v/iv B.C.), 1044.39 (Halic., iv/iii B.C.), Test.Epict.6.17, etc.; also as used in divination,σπλάγχνων τε λειότητα A.Pr. 493
, cf. E. Supp. 212, El. 828, 838, Aeschin.3.160.2 any part of the inwards, ὑπὸ σπλάγχνων ἐλθεῖν to come from the womb, of a babe, Pi.O.6.43, cf. N. 1.35;τῶν σῶν.. ἐκ σπλάγχνων ἕνα S.Ant. 1066
;μητρὸς ἐν σπλάγχνοις IG14.1977
: so in sg.,τὸ κοινὸν σ. οὗ πεφύκαμεν A.Th. 1036
; of the lungs, μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ ς. Id.Eu. 249; τοῦ γείτονος αὐτῷ (sc. τῷ ἥπατι) σπλάγχνου, of the spleen, Pl.Ti. 72c.3 οἱ παῖδες ( children)σπλάγχνα λέγονται Artem.1.44
, cf.5.57.II metaph. (like heart), the seat of the feelings, affections, esp. of anger,σ. θερμῆναι κότῳ Ar.Ra. 844
; τὰ σ. ἀγανακτεῖ ib. 1006;μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν E. Alc. 1009
: generally, of anxiety, A.Ag. 995 (lyr.);σπλάγχνα δέ μου κελαινοῦται Id.Ch. 413
(lyr.); of love,ἐκύμηνε τὰ σ. ἔρωτι καρδίην ἀνοιστρηθείς Herod.1.56
;παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει πόθον Theoc. 7.99
, cf. D.H.11.35, AP5.55 (Diosc.), etc.; of pity, LXX Pr.12.10, Ep.Phil.1.8, 2.1, etc.; ὑπὲρ σπλάχνου 'for pity's sake', BGU1139.17 (i B.C.); so S.Aj. 995, E.Or. 1201, Hipp. 118; ἀνδρὸς σ. ἐκμαθεῖν to learn a man's ' heart', Id.Med. 220;ἀνδρὸς πονηροῦ σ. οὐ μαλάσσεται Men.Mon.31
; σ. σιδηροῦν, of Epaminondas, Epicur.Fr. 560.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπλάγχνον
См. также в других словарях:
σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… … Dictionary of Greek
εντόσθιος — (AM ἐντόσθιος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια 1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά 2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται 3. μτφ. τα … Dictionary of Greek